- νυκτιτροπικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο νυκτιτροπισμό (βλ. λ.)
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νυκτιτροπικός — ή, ό βοτ. αυτός που αναφέρεται στον νυκτιτροπισμό ή έχει σχέση με τον νυκτιτροπισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctitropic < νύξ, νυκτός + τρόπος] … Dictionary of Greek